Adv., (συντέμνω) concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.
συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.
Αεπίρρ. εν συντομία, συντόμως.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετμημένος του συντέμνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].