-η, -ο, Νκατασκευασμένος από σύρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].