English (LSJ)
Ep. and Ion. gen. of σφεῖς. σφῇ, dat. fem. of σφός.
French (Bailly abrégé)Dutch (Woordenboekgrieks.nl)Russian (Dvoretsky)Greek (Liddell-Scott)
σφέων: Ἐπικ. καὶ Ἰων. γεν. τοῦ σφεῖς· - σφῇ, δοτ. θηλυκ. τοῦ σφός.
Greek Monotonic
σφέων: Επικ. και Ιων. αντί σφῶν, γεν. του σφεῖς.