σφαιράρχης
English (LSJ)
σφαιράρχου, ὁ, president of the σφαιρομαχία, Baillet Inscr.des tombeaux des rois à Thèbes 1495, cf. 1661.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιράρχης: -ου, ὁ, ὁ προϊστάμενος σφαιρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 4794.
Greek Monolingual
ὁ, Α
προϊστάμενος σφαιρομαχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -άρχης].