και σφαληχτός και σφαλιχτός, -ή, -ό, Ν1. κλεισμένος, κλειστός2. περιορισμένος. επίρρ...σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Νκλειστά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το ανοιχτός].