σφαλνώ

Greek Monolingual

και σφαλνάω και σφαλώ και σφαλάω Ν
σφαλίζω, κλείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. σφαλώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. σφαλίζω (< σφαλός «δεσμός»), κατά τα ρ. σε -άω, -ώ, ενώ ο τ. σφαλνώ από τον αόρ. σφάλησα του σφαλώ κατά το σχήμα πείνασα: πεινώ, θρήνησα: θρηνώ].