σφραγιστήριο

Greek Monolingual

το / σφραγιστήριον, ΝΑ σφραγιστήρ
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα
2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδα
αρχ.
αποτύπωμα σφραγίδας.