αποτύπωμα
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM ἀποτύπωμα)
μσν.- νεοελλ.
το ομοίωμα
νεοελλ.
1. η αποτύπωση
2. η ολοκλήρωση της εκτύπωσης ενός βιβλίου
φρ. «δακτυλικά αποτυπώματα».
όρος που αναφέρεται στα σχήματα που παρουσιάζουν η παλάμη και τα δάχτυλα στην επιδερμίδα της εσωτερικής επιφάνειας του χεριού
αρχ.
ό,τι έχει αποτυπωθεί στη μνήμη, η εντύπωση.