v. σπόγγος.
ὁ, Αβλ. σπόγγος.
See also: s. σπόγγος.
σφόγγος: {sphóggos}See also: s. σπόγγος.Page 2,832
ὁ, att. statt σπόγγος, Lobeck Phryn. p. 113; davon das lat. fungus.