Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σχίστης
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σχίζω νεοελλ. 1. αυτός που σχίζει ξύλα, λίθους κ.ά. αντικείμενα 2.κάθελίθος που σχίζεται με ευκολία σε λεπτές επίπεδες πλάκες, σχιστόλιθος αρχ. αυτός που ανοίγει αυλάκια σε αγρό με αξίνα ή με άροτρο.