σχετικισμός
Greek Monolingual
ο, Ν
(φιλοσ.) η σχετικοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + ισμός απόδοση στην ελλ. του γαλλ. relativisme (< relatif «σχετικός»), βλ. και λ. σχετικοκρατία].
ο, Ν
(φιλοσ.) η σχετικοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + ισμός απόδοση στην ελλ. του γαλλ. relativisme (< relatif «σχετικός»), βλ. και λ. σχετικοκρατία].