ὁ, a kind of bandage, Orib.45.18.5.
σχηματόδεσμος: ὁ, εἶδος ἰατρικοῦ περιδέσμου, Ὀρειβάσ. σ. 52 Mai.
ὁ, Αιατρ. είδος επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + δεσμός.