Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σχιζογραφία
Greek Monolingual
η, Ν (σε περίπτωση σχιζοφρενίας) διαταραχή του γραπτού λόγου η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνάρτητο συμφυρμό πραγματικών ή φανταστικών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schizographie (<σχίζω+ -γραφία)].