σχόλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ σχολάζειν, ἔχειν καιρόν, σχόλ. προσευχῆς καὶ ἀναγνώσεως Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 1063Ε.
-άσεως, ἡ, Α σχολάζωσχόλη, διακοπή από μία ασχολία και ανάπαυση.