σχῶ

English (LSJ)

σχῶμεν, σχών, v. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 de ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχῶ conj. them. aor. act. van ἔχω

Russian (Dvoretsky)

σχῶ: aor. 2 conjct. к ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

σχῶ: σχῶμεν, σχών, ἴδε ἐν λ. ἔχω.

Greek Monotonic

σχῶ: υποτ. αορ. βʹ του ἔχω· αʹ πληθ. σχῶμεν· μτχ. σχών.