ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
σχοῦσα, σχόν;part. ao.2 de ἔχω, us. surt. dans les composés.
σχών: σχοῦσα, σχόν (преимущ. в приставочных глаголах) part. aor. 2 к ἔχω.
σχών part. them. aor. act. van ἔχω.