Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σωθικά
Greek Monolingual
τα, Ν 1. τα σπλάγχνα, τα εντόσθια 2.φρ. «μού τρώει [ή μού καίει] τα σωθικά» — μέ βασανίζει πάρα πολύ, με φθείρει σωματικά και ψυχικά. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἐσωθικά, πληθ. ουδ. ενός επιθ. ἐσωθικός<ἔσωθεν, με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].