σωμασκῶ

Mantoulidis Etymological

(=γυμνάζω τό σῶμα). Ἀπό τό σῶμα + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σῶμα.