γυμνάζω

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνάζω Medium diacritics: γυμνάζω Low diacritics: γυμνάζω Capitals: ΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: gymnázō Transliteration B: gymnazō Transliteration C: gymnazo Beta Code: gumna/zw

English (LSJ)

fut. γυμνάσω: aor.
A ἐγύμνασα A.Ag.540: pf. γεγύμνακα Id.Pr.586 (lyr.):—Med., (v. infr.):—Pass., aor. ἐγυμνάσθην [D.]61.43: pf. γεγύμνασμαι (v. infr.): (γυμνός):—train naked, train in gymnastic exercise: generally, train, exercise, τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν, Isoc.2.11; ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους X.An.1.2.7; ἑαυτὸν πρός τι Arr.Epict.2.18.27: c. inf., γ. τοὺς παῖδάς τι ποιεῖν train or accustom them to do a thing, X.Cyr.1.6.32; γ. τινά τινι accustom him to it, ib.1.2.10; τινὰ περί τι Isoc.10.5; teach rhetoric, Phld.Rh.2.50S.:—Med., exercise for oneself, practise, γυμνάσασθαι τέχνην Pl.Grg. 514e; τὰ περὶ τὰς διαίτας Str.14.2.19; γυμνάσιον τὸ εἰωθός Ael.VH5.6; practise gymnastic exercises, Thgn. 1335, Hdt.7.208, Th.1.6. etc.; δρόμῳ IG4.955.8 (ii A. D.), etc.; generally, practise, ναῦς -ομένας X.HG1.1.16; of a disputer, Arist.Top. 108a13, etc.:—Pass., ὁ γεγυμνασμένος = the trained or practised orator, opp. ὁ εὐφυής, Id.Rh.1410b8; γεγυμνάσθαι πρός τι, ἔντινι, be trained for or be practised for or be practised in a thing, Pl.Lg.626b,635c; περὶ τὰ ὅπλα γυμνάζεσθαι X.HG6.5.23: c. acc., τὰ πρὸς τὰς πολεμικὰς πράξεις γεγυμνασμένοι τὰς ἕξεις… Arist.Pol.1319a22; θήραν Philostr.VA3.9: c. gen., γεγ. θαλάττης, πολέμων, σοφίας, Id.Her.2.15,3.1,10.1; καρδία γεγ. πλεονεξίας τινί 2 Ep.Pet.2.14; also ὕδωρ ὑπὸ συνεχῶν πληγῶν γεγ. καὶ κεκαθαρμένον J.AJ3.1.2.
2 prepare, βιβλίδιον PFlor.338.4 (iii A. D.).
II metaph., wear out, harass, ἄδην με… πλάναι γεγυμνάκασι A.Pr.586; ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ' ἐγύμνασε Id.Ag.540; κρυμὸς… πλευρὰ γυμνάζει χολῆς, of pleurisy, E.Fr.682:—Pass., τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους… γυμνάζεται A.Pr.592.
2 investigate, Sammelb. 5941.12 (Pass., vi A. D.).
III = γυμνόω, PSI1.70 (Pass., vi A. D.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lacon. γυμνάδδομαι Ar.Lys.82
• Morfología: [med. pres. imperat. 3a plu. γυμμνασσέσθωσαν PMasp.20re.16 (VI d.C.)]
I intr.
1 en cont. deportivos hacer ejercicios en el gimnasio, entrenarse γυμναστὴς γυμνάζων Pl.Lg.720e, γυμνάζουσα κόρη (Atenea), Orph.H.32.7, c. dat. instrum. (θηρά) γυμνάζει δὲ καὶ ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις X.Cyr.1.2.10
en v. med. mismo sent. δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι Sol.Lg.74e, ὄλβιος, ὅστις ἐρῶν γυμνάζεται, οἴκαδε <δ'> ἐλθών ... Thgn.1335, cf. Ar.l.c., Hdt.7.208, Th.1.6, Luc.Asin.5, Ath.517d, Gal.17(2).102, como ejercicio aconsejable en dietas saludables, Hp.Morb.2.13, 55, 72, X.Oec.10.11
c. dat. instrum. δρόμῳ γυμνάζεσθαι IG 42.126.8 (Epidauro II d.C.), o giro prep. γυμνάζεσθαι διὰ τὸ ἀναρρωννύναι τὸ τῆς ἐπιθυμίας χαλαρόν Olymp.in Alc.2.48
fig. en v. act. ejercitarse en la retórica τῆς δείλης ἐγύμναζεν ἐπιφωνήσας Phld.Rh.2.50.
2 en cont. gener., en v. med. ejercitarse c. distintas determ. Βοιωτοὶ ἐγυμνάζοντο ... περὶ τὰ ὅπλα X.HG 6.5.23, ἐν τοῖς πολὺ διεστῶσι γυμνάζεσθαι Arist.Top.108a13, γυμμνασσέσθωσαν ... τῷ ἰδίῳ ἐπιτηδεύματι PMasp.l.c.
de barcos hacer ejercicios, maniobrar πόρρω ἀπὸ τοῦ λιμένος X.HG 1.1.16.
3 tema de perf. en v. med. estar ejercitado, ser experto en ὁ γεγυμνασμένος el que está ejercitado del orador formado en la práctica, op. εὐφυήςel que tiene dotes naturales’, Arist.Rh.1410b8, del cocodrilo εἶ γεγυμνασμένος (en juego de palabras c. γεγυμνασιαρχέω) estás entrenado por las marcas de la piel interpretadas como señales de golpes, Aesop.20.2
c. inf. γεγυμνασμένοις ῥητορεύειν Epicur.Fr.[20.4] 5.11, c. giro prep. γεγυμνάσθαι πρὸς τὸ διειδέναι τὰ Κρητῶν νόμιμα ser experto en interpretar las leyes de los cretenses Pl.Lg.626b, ἐν ἐκείνοις γεγυμνασμένους Pl.Lg.635c, ἐν τοῖς ῥητορικοῖς D.L.2.63, ἐν λόγοις Plu.2.93a, δύναμιν ... γεγυμνασμένην διαφερόντως ἐκ τῆς συνεχείας τῶν ... ἀγώνων tropa muy bien entrenada por la costumbre de los combates Plb.3.35.8
c. ac. de rel. τὰ πρὸς τὰς πολεμικὰς πράξεις μάλισθ' οὗτοι γεγυμνασμένοι Arist.Pol.1319a22, c. gen. θαλάσσης ... γεγυμνασμένοι Philostr.Her.25.5, cf. 31.13, 41.2, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας 2Ep.Petr.2.14
fig. de cosas (τὸ ὕδωρ) τὸ δ' ὑπὸ τῶν συνεχῶν πληγῶν γεγυμνασμένον καὶ κεκαθαρμένον (el agua) trasegada y purificada por los constantes aireos I.AI 3.8.
4 en v. med.-pas. desvestirse para luchar πολλῶν δὲ γυμνασθέντων καὶ γυμνῶς (l. quizá γυμνῷ) τῷ σώματι ἕκαστος ἐπῆλθεν τῷ ἑκατέρῳ PSI 71.7 (VI d.C.), cf. Hsch.ε 314.
II tr. c. ac. de pers., partes de la misma o anim.
1 ejercitar, entrenar ἵππους E.Hipp.112, ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἵππους X.An.1.2.7, οὕτω προσήκει τὸ σῶμα γυμνάζειν ὡς ... τὴν ψυχήν Isoc.2.11, τὰ τράχηλα Call.Fr.191.86, τά τε θηρία καὶ τὰς δυνάμεις Plb.1.38.4, τὴν μνήμην Iambl.VP 166, cf. AP 5.203 (Asclep.), A.D.Synt.177.8, Olymp.in Grg.21.3
en sent. erót. τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα Eup.171
en v. pas. τὰ δὲ γεγυμνασμένα τῶν σωμάτων las partes del cuerpo ejercitadas Hp.Vict.2.66, τινὲς (oradores) ... δι' εὐτυχίαν πραγμάτων γυμνασθέντες D.61.43, τὴν θάλασσαν ὑπὸ τῶν ἀμπώτεων καὶ τῶν ἀνέμων γυμναζομένην Vett.Val.330.21
ejercitar en c. ac. de pers. y giro prep. τοὺς συνόντας ... περὶ τὴν ἐμπειρίαν Isoc.10.5, σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν 1Ep.Ti.4.7
pero tb. preparar a alguien contra ὁ πρὸς τὰς τοιαύτας φαντασίας γυμνάζων ἑαυτόν Arr.Epict.2.18.27
c. ac. e inf. acostumbrar γυμνάζειν ... τοὺς παῖδας ... τοῦτο δύνασθαι ποιεῖν X.Cyr.1.6.32, cf. D.S.3.25, μηδὲ γυμνάσῃς ὁρᾶν ἄνδρας θανόντας Amph.Seleuc.147.
2 fig. foguear, acosar, atormentar ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ' ἐγύμνασεν; ¿el amor por esta tierra patria tuya te atormentó? A.A.540, ἅδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασιν A.Pr.586, κρυμὸς αὐτῆς (πημονῆς) πλευρὰ γυμνάζει χολῆς E.Fr.682, ἠλέησεν αὐτὸν Ἀφροδίτη ... γυμνάσασα διὰ γῆς καὶ θαλάσσης Charito 8.1.3
perf. en v. med. estar atormentado, sufrir γεγύμνασμαι μὲν ἑταίρης πείθων τὰς ἐχθρὰς οὐδὲν ἔχοντι θύρας AP 12.90.
III tr. c. ac. de abstr. o cosa
1 en v. med. practicar τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους ... γυμνάζεται practica largas carreras (Io por el acoso de Hera), A.Pr.592, τὴν τέχνην Pl.Grg.514e, τὰ περὶ τὰς διαίτας Str.14.2.19, γυμνασάμενος γυμνάσιον τὸ εἰωθός Ael.VH 5.6, τὰ πολεμικά Philostr.Her.14.16, τὴν θήραν ταύτην Philostr.VA 3.9.
2 en v. act. en lit. tard. y crist., fig. discutir, tratar ἐὰν ποιήσῃς τὸ βιβλίδιον ἐκεῖνο ὡς ἐγύμνασα αὐτό PFlor.338.4 (III d.C.), τὸ πρόβλημα Eus.HE 7.7.5
en v. pas. τοῦτο μὴ ἀμελήσῃς ἀλλὰ ποίησον γυμνασθῆναι SB 10567.53 (III d.C.), τῆς ὑποθέσεως γυμνασθείσης ὑπὸ πολλῶν SB 5941.12 (VI d.C.)
examinar, observar τὰ κατὰ τὸν τόπον Origenes Io.32.24
explicar γύμνασον καὶ τὸν ἄλλον λόγον Origenes Hom.1.7 in Ier.
en v. pas. πλεῖστα ἡμῖν γεγύμνασται Eus.DE 2.3.105, cf. Cod.Iust.7.62.36.

German (Pape)

[Seite 508] (lakon. γυμνάδδομαι Ar. Lys. 82), perf. γεγυμνάκασι Aesch. Prom. 588; nackt (γυμνός) Leibesübungen auf dem Turnplatz anstellen lassen; γυμναστὴς γυμνάζων Plat. Legg. IV, 720 e; med., sich üben; Thuc. 1, 6; ἐν ταῖς παλαίστραις Plat. Rep. V, 452 a, u. sonst; gew. übertr., üben, tüchtig, geschickt machen wozu, körperlich u. geistig, ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους Xen. An. 1, 2, 7; τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν Isocr. 2, 11; τοὺς παῖδας ταῦτα ποιεῖν Xen. Cyr. 1, 6, 32; τινί, wodurch, z. B. ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις ibd. 1, 2, 10. Häufiger pass., Her. 7, 208; Thuc. 1, 6; πρός τι γεγυμνασμένος Plat. Polit. 266 d; πρὸς τοὺς φόβους Legg. I, 648 d; Arist. Polit. 6, 4; ἔν τινι Plat. Legg. I, 635 c; περίτι Xen. Hell. 6, 5, 23; γυμνάσασθαι τὴν τέχνην Plat. Gorg. 514 e; τὸν πόλεμον γυμναστέον Legg. VIII, 829 b; γυμνασθῆναι u. γυμνασάμενος entsprechen sich Parm. 136 ac; Sp. auch γεγυμνασμένος τινός. – Nach E. M. auch = γυμνόω.

French (Bailly abrégé)

f. γυμνάσω, ao. ἐγύμνασα, pf. γεγύμνακα;
Pass. ao. ἐγυμνάσθην, pf. γεγύμνασμαι;
1 propr. mettre à nu pour les exercices du gymnase ; exercer dans le gymnase ; Pass. se livrer à des exercices gymniques;
2 exercer en gén. : τινά τινι, περί τι exercer qqn à qch ; τοὺς παῖδας ποιεῖν τι XÉN exercer les enfants à faire qch ; Pass. être exercé, s'exercer;
3 p. ext. fatiguer, harasser, épuiser ; Pass. être fatigué, se fatiguer : δρόμους ὑπερμήκεις ESCHL en des courses sans fin;
Moy. γυμνάζομαι;
1 s'exercer dans le gymnase;
2 s'exercer en gén.
Étymologie: γυμνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνάζω [γυμνός] Dor. indic. praes. med. 1 sing. γυμνάδδομαι trainen (in), oefenen (in), laten wennen (aan):; γυμνάσαι... ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους zichzelf en zijn paarden trainen Xen. An. 1.2.7; met acc. en dat., met ἐν + dat., met περί + acc., met πρός + acc. iem. in iets trainen; met inf..;: γυμνάζειν... τοὺς παῖδας ταῦτα ποιεῖν de jongens erin trainen dat te doen Xen. Cyr. 1.6.32; med.-pass. (zich) oefenen (in), met acc.: γυμνάσασθαι τέχνην zich oefenen in het vak Plat. Grg. 514e; ναῦς γυμναζομένας manoeuvrerende schepen Xen. Hell. 1.1.16. trag. afmatten, uitputten;. ἥ... τούς … δρόμους … πρὸς βίαν γυμνάζεται die zich onder dwang afmat in het rennen Aeschl. PV 592.

Russian (Dvoretsky)

γυμνάζω:
1 med. (для гимнастических упражнений) обнажаться, раздеваться (λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἀλείψασθαι Thuc.);
2 упражнять, развивать, тренировать (ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους Xen.; τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Isocr.); γ. τινά τινι или τινά ποιεῖν τι Xen. и τινὰ περί τι Isocr. приучать кого-л. к чему-л.;
3 med. упражняться (ἐν ταῖς παλαίστραις Plat.): ναῦς γυμναζόμεναι Xen. учебные маневры флота; γεγυμνάσθαι πρός τι Plat., Arst., ἔν τινι Plat., Arst., Plut., Diog. L., περι τι Xen., Arst. и τινί NT приучиться или быть приученным к чему-л.; γυμνάσασθαι τὴν τέχνην Plat. овладеть мастерством;
4 изнурять, мучить Eur.: ἄδην με πλάναι γεγυμνάκασιν Aesch. достаточно измучили меня скитания; ὑπερμήκεις δρόμους γυμνάζεσθαι Aesch. устать от бесконечных странствий.

English (Strong)

from γυμνός; to practise naked (in the games), i.e. train (figuratively): exercise.

English (Thayer)

(perfect passive participle γεγυμνασμενοσ'; (γυμνός); common in Greek writings from Aeschylus down;
1. properly, to exercise naked (in the palaestra).
2. to exercise vigorously, in any way, either the body or the mind: ἑαυτόν πρός εὐσέβειαν, of one who strives earnestly to become godly, γεγυμνασμενος exercised, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας (πλεονεξίαις), a soul that covetousness or the love of gain has trained in its crafty ways, Winer's Grammar, § 30,4.

Greek Monolingual

(AM γυμνάζω)
Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ
2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω
3. εθίζω κάποιον σε κάτι
μσν.
1. κινώ ποινική δίωξη
2. ασκώ έφεση
αρχ.
1. καταστρέφω, φθείρω
2. συζητώ λεπτομερώς κάτι
II. (η μετοχή παθ. παρακμ.) γυμνασμένος, -η, -ο (AM γεγυμνασμένος, -η, -ον
Μ και γυμνασμένος, -η, -ον)
1. με ασκημένο, αθλητικό σώμα
2. ασκημένος, έμπειρος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ενεργητικό γυμνάζω (< γυμνός) ήταν αρκετά σπάνιο στην Αρχαία. Αντ' αυτού χρησιμοποιούσαν κυρίως το μέσο γυμνάζομαι, το οποίο αρχικά σήμαινε «λαμβάνω μέρος σε γυμνικούς αγώνες», όπου οι αθλητές ασκούνταν γυμνοί, και έπειτα απλώς «εξασκούμαι (σωματικά και πνευματικά)», σημασία την οποία διατήρησε και στη νέα Ελληνική.
ΠΑΡ. γύμναση (Α -ις), γυμνάσιο(ν), γύμνασμα, γυμναστήριο(ν), γυμναστής
αρχ.-μσν.
γυμνάσια
νεοελλ.
γύμναστρα.
ΣΥΝΘ. απογυμνάζω, εκγυμνάζω, προγυμνάζω
αρχ.
διαγυμνάζω, εγγυμνάζω, επιγυμνάζω, καταγυμνάζω, προαναγυμνάζω, προσγυμνάζω, συγγυμνάζω, υπογυμνάζω
νεοελλ.
καλογυμνάζω].

Greek Monotonic

γυμνάζω: μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἐγύμνασα, παρακ. γεγύμνακα — Παθ. αόρ. αʹ ἐγυμνάσθην, παρακ. γεγύμνασμαι (γυμνός
I. ασκώ κάποιον γυμνό, ασκώ στη γυμναστική· γενικά, εκπαιδεύω, ασκώ, σε Ξεν.· με απαρ., εκπαιδεύω ή εξοικειώνω κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· ομοίως επίσης, γυμνάζω τινάτινι, εθίζω κάποιον σε κάτι, στον ίδ.· Μέσ., εξασκώ τον εαυτό μου, προπονούμαι· γυμνάζομαι τέχνην, σε Πλάτ. — Παθ., εκτελώ ή ασκούμαι σε γυμναστικές ασκήσεις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· γενικά, ασκούμαι, γυμνάζομαι, σε Θουκ., Ξεν.· γυμνάζεσθαι πρός τι, εκπαιδεύομαι, προετοιμάζομαι για ένα πράγμα, σε Πλάτ.· περίτι, εκπαιδεύομαι σε ένα πράγμα, σε Ξεν.
II. μεταφ., εξουθενώνω, φθείρω, ταλαιπωρώ, ταλανίζω, βασανίζω, σε Αισχύλ.· Παθ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνάζω: μέλλ.-άσω, ἀόρ. ἐγύμνασα Αἰσχύλ., πρκμ. γεγύμνακα ὁ αὐτ. - Παθ. ἀόρ. ἐγυμνάσθην Δημ. 1414. 8· πρκμ. γεγύμνασμαι (ἴδε κατωτ.)· (γυμνός). Ἀσκῶ τινα γυμνὸν εἰς γυμναστικὰς ἀσκήσεις· καθόλου, γυμνάζω, ἀσκῶ· τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν Ἰσοκρ. 2Ε· ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7· μετ᾿ ἀπαρ., γ. τοὺς παῖδας ποιεῖν, γυμνάζωἐθίζω τινὰ νὰ πράττῃ τι, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 6, 32· οὕτω καὶ, γ. τινά τινι, ἐθίζω τινὰ εἰς τι, ὁ αὐτ. 1. 2, 10· τινὰ περί τι Ἰσοκρ. 209Α.- Μέσ., ἐξασκῶ δι᾿ ἐμαυτόν, ἀσκῶ, ἐφαρμόζω, γυμνάσασθαι τέχνην Πλάτ. Γοργ. 514Ε· γυμνάσιον τὸ εἰωθὸς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6.- Παθ., ἀσκοῦμαι εἰς γυμναστικὰς ἀσκήσεις. Ἡρόδ. 7. 208, κτλ.· καθόλου, ἀσκῶ, γυμνάζω ἐμαυτόν, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 16· ἐπὶ συζητητοῦ, Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 2, κτλ.·- ὁ γεγυμνασμένος, ὁ ἠσκημένος ἢ γεγυμνασμένος ῥήτωρ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ εὐφυής, ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 10, 1· γυμνάζεσθαι πρός τι, ἀσκεῖσθαι ἢ ἐμμένειν ἐν τῇ παρασκευῇ πρός τι πρᾶγμα, Πλάτ. Νόμ. 626Β· περί τι, ἔν τινι πράγματι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 23· ἔν τινι Πλάτ. Νόμ. 635C· ὡσαύτως, γεγυμνασμένος τι, ἠσκημένος εἴς τι καὶ ἐπιτήδειος·, Ἀριστ. Πολ. 6, 4, 11· τινὸς Φιλόστρ. 688, 696, 708· τινὶ Β' Ἐπιστ. Πέτρ. β', 14. ΙΙ. μεταφ., κατατρίβω, φθείρω, ἀφανίζω, καταστρέφω, θλίβω, στενοχωρῶ, ἄδην με· πλάναι γεγυμνάκασι Αἰσχύλ. Πρ. 586· ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ᾿ ἐγύμνασε ὁ αὐτ. Ἀγ. 540· κρυμὸς· πλευρὰ γυμνάζει χολῆς, ἐπὶ πλευρίτιδος, Εὐρ. Ἀποσπ. 683.- Παθ., τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους· γυμνάζεται Αἰσχύλ. Πρ. ἴδε σ 594. [ᾰ εἰς πάντας τοὺς χρόνους].

Middle Liddell

γυμνός
I. to train naked, train in gymnastic exercise: generally, to train, exercise, Xen.: c. inf. to train or accustom persons to do a thing, Xen.; so also, γ. τινά τινι to accustom him to it, Xen.:—Mid. to exercise for oneself, practise, γ. τέχνην Plat.:—Pass. to practise gymnastic exercises, Hdt., etc.: generally, to practise, exercise oneself, Thuc., Xen.; γυμνάζεσθαι πρός τι to be trained for a thing, Plat.; περί τι in a thing, Xen.
II. metaph. to wear out, harass, distress, Aesch.:—Pass., Aesch.

Chinese

原文音譯:gumn£zw 錦那索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(成為)赤裸的
字義溯源:赤裸著運動,操練,習慣,教養;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(4);提前(1);來(2);彼後(1)
譯字彙編
1) 操練(2) 提前4:7; 來12:11;
2) 習慣了(1) 彼後2:14;
3) 有了操練(1) 來5:14

Lexicon Thucydideum

exercere se, to practice, 1.6.5.