σωματάκι

Greek Monolingual

το, Ν σώμα, -ατος
υποκορ.
1. μικρό σώμα, κορμάκι
2. λεπτό, κομψό, χαριτωμένο σώμα («έχει ένα σωματάκι εξαίσιο»).