γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
το (Μ κορμάκιν) κορμί(θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκινεοελλ.εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου.