κορμάκι

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

το (Μ κορμάκιν) κορμί
(θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκι
νεοελλ.
εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου.