σωματοποιός

English (LSJ)

σωματοποιόν, giving bodily existence, Iamb. Myst.8.1 (v.l. σώματα ποιὰ).

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που δίνει σωματική υπόσταση, που δίνει υλική ύπαρξη σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ποιός].