Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σωματοσκοπία
Greek Monolingual
η Ν ιατρ. μακροσκοπική εξέταση του ανθρώπινου σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ.<σῶμα, σώματος+ -σκοπία (< -σκόπος<σκοπός<σκέπτομαι), πρβλ.σπλαγχνο-σκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θεόφ. Καΐρη].