σωματοτρόπος

Greek Monolingual

-ο, Ν
φρ. «σωματοτρόπος ορμόνη»
(βιοχ.)
η σωματοτροπίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotropic (< σώμα, σώματος + τρόπος)].