σωματοφθορώ
Greek Monolingual
-έω, Α
καταστρέφω το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθορῶ (< -φθόρος < φθείρω), πρβλ. κατοικοφθορῶ, οικοφθορῶ].
-έω, Α
καταστρέφω το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθορῶ (< -φθόρος < φθείρω), πρβλ. κατοικοφθορῶ, οικοφθορῶ].