Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σωματότυπος
Greek Monolingual
ο, Ν ανθρωπολ. το σχήμα και η μορφή του σώματος κατά την ταξινόμηση τών ανθρώπινων σωματικών τύπων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotype<σώμα, σώματος+τύπος.