σωστέον

Greek Monotonic

σωστέον: ρημ. επίθ. του σώζω, πρέπει κάποιος να σώσει κάτι ή κάποιον, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωστέον [σῴζω] adj. verb. van σῴζω er moet gered worden, er moet behouden worden:. (ὅπλα) οὐ λειπτέον τάδ’, ἀθλίως δὲ σωστέον deze (wapens) moeten niet achtergelaten worden, maar koste wat kost bewaard Eur. HF 1385.