σόλιδος

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
κέρμα που κόπηκε στο Βυζάντιο από τον Μέγα Κωνσταντίνο τον 4ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής στο διεθνές εμπόριο μέχρι τον 11ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solidus, -i «χρυσό νόμισμα» (< solidus «στέρεος»)].