σύγκοινος

English (LSJ)

σύγκοινον, = κοινός, Schwyzer 197.70 (Crete, iii B.C.): v. σύγκωμος.

German (Pape)

[Seite 968] gemeinsam, Aeschyl. bei Plut. de Ει ap. Delph. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
commun à tous.
Étymologie: σύν, κοινός.

Russian (Dvoretsky)

σύγκοινος: всеобщий (διθύραμβος Διονύσῳ Aesch. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοινος: -ον, ἴδε σύγκωμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
κοινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοινός.