σύγκωμος
English (LSJ)
ὁ, ἡ, partner in a κῶμος, fellow-reveller, E.Ba.1172 (lyr.), Ar.Ach.264 (lyr.): c. dat., σ. Διονύσῳ A.Fr.355 (lyr.) (as Tyrwhitt for σύγκοινος): also συγκωμαστής, οῦ, ὁ, Tz.H.6.895.
German (Pape)
[Seite 971] theilnehmend am κῶμος; Ae, ch. frg. 409; σὲ δέξομαι σύγκωμον, Eur. Bacc. 1171; Ai. Ach. 252; Ar. Ach. 252; Anaxandr. bei Ath. XI, 482 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe à une fête avec, τινι.
Étymologie: σύν, κῶμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκωμος -ον, Att. ook ξύγκωμος [σύν, κῶμος] die meedoet aan feestelijke optocht of festiviteit, medefeestvierder.
Russian (Dvoretsky)
σύγκωμος: ὁ и ἡ участник вакхического шествия, предающийся разгульному веселью Eur., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκωμος: ὁ, ἡ, ὁ συγκωμάζων, ὁ συμμετέχων κώμου μετά τινος, Εὐρ. Βάκχ. 1171, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264· μετὰ δοτ., σ. Διονύσῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392 (κατὰ τὸν Πόρσ. ἀντὶ σύγκοινος)· ― ὁ Τζέτζ. ἔχει καὶ συγκωμαστής, οῦ, ὁ.
Greek Monolingual
ό, ἡ, Α
αυτός που μετέχει σε κώμο μαζί με άλλον («σύγκωμος Διονύσῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. ἐπίκωμος].
Greek Monotonic
σύγκωμος: ὁ, ἡ, σύντροφος στο ξεφάντωμα, γλέντι, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
σύγ-κωμος, ὁ, ἡ,
a fellow-reveller, Eur., Ar.