σύμπτυξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, folding up or together, closing, Procl.Hyp.5.116; embrace, enfolding, ἡ τοῦ κύκλου πρὸς τὸ μέσον σ. Dam.Pr.29; ἡ νοητὴ σ. ib.155.

German (Pape)

[Seite 990] εως, ἡ, das Zusammenfalten, Verschließen, Gegensatz von ἀνάπτυξις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπτυξις: -εως, ἡ, τὸ συμπτύσσειν, συγκλείειν, δίπλωσις, κλείσιμον, Βασίλ. Ι, 153Β, Διονύσ. Ἀρεοπ. 424C, Δράκ. 157.