σύσκεψη

Greek Monolingual

η / σύσκεψις, -έψεως, ΝΑ συσκέπτομαι
1. ανταλλαγή απόψεων μεταξύ προσώπων που παρακάθηνται στον ίδιο χώρο για λήψη κοινών αποφάσεων
2. συμβούλιο.