σύσκεψις

English (LSJ)

συσκέψεως, ἡ, much consideration, Sm.Ps.63(64).3.

Greek (Liddell-Scott)

σύσκεψις: συσκέψεως, ἡ, πολλὴ σκέψις, ἐξέτασις, ἢ συμβούλιον, Σύμμ. Ψαλμ. ΞΒ΄, 3 ἐν τῇ Παλ. Διαθ.