σκέψις

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέψις Medium diacritics: σκέψις Low diacritics: σκέψις Capitals: ΣΚΕΨΙΣ
Transliteration A: sképsis Transliteration B: skepsis Transliteration C: skepsis Beta Code: ske/yis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (σκέπτομαι)
A viewing, perception by the senses, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις Pl.Phd. 83a; observation of auguries, Hdn.8.3.7.
II examination, speculation, consideration, τὸ εὕρημα πολλῆς σκέψιος Hp. VM4, cf. Pl.Alc.1.130d; βραχείας σκέψεως Id.Tht.201a; νέμειν σκέψιν = take thought of a thing, v.l. in E.Hipp.1323; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ar.Ra. 974; σκέψιν ποιεῖσθαι Pl.Phdr.237d; σ. προβέβληκας Id.Phlb.65d; σ. λόγων Id.R.336e; σ. περί τινος inquiry into, speculation on a thing, Id.Grg.487e, etc.; περί τι Id.Lg.636d; ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν X. Oec.6.13.
2 speculation, inquiry, ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Arist.Pol.1254a34; ἔξω τῆς νῦν σκέψεως Id.Ph.228a20; οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σκέψεως Id.EN1155b9, etc.
3 hesitation, doubt, especially of the sceptic or Pyrthonic philosophers, AP7.576 (Jul.); the sceptic philosophy, S.E.P.1.5; οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως = the sceptics, ib.229.
4 in politics, resolution, decree, συνεδρίου Hdn.4.3.9, cf. Poll.6.178.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, das Betrachten, die Betrachtung, Untersuchung, Überlegung; Eur. Hipp. 1323; περί τινος, Plat. Gorg. 487 e; περί τι, Legg. I, 636 d; ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις, Phaed. 83 a; mit folgendem Fragesatze, ἵνα μοι χρόνος ἐγγένηται τῇ σκέψει, τί λέγοι ὁ ποιητής, Prot. 339 e; σκέψιν ποιεῖ. σθαι, = σκέπτομαι, Phaedr. 237 d, wie Pol. 8, 18, 5; Xen. Hier. 9, 9; das Bedenken, bes. der Skeptiker od. Pyrrhoniker (s. σκεπτικός) die auch οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως heißen, S. Emp. pyrrh. 1, 229.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 perception par la vue;
2 fig. examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέψις, -εως, ἡ [σκέπτομαι] observatie, inspectie. beschouwing, overweging, onderzoek:. τὴν σκέψιν ποιώμεθα εἴτε... laten we het onderzoek richten op de vraag of… Plat. Phaedr. 237d; ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως maar dat hoort misschien bij een soort onderzoek dat te ver voert Aristot. Pol. 1254a34.

Russian (Dvoretsky)

σκέψις: εως ἡ
1 рассматривание, разглядывание (ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σ. Plat.);
2 рассмотрение, исследование, разбор (τινός, περί τινος и περί τι Plat.);
3 колебание, сомнение: σκέψιν παύειν Anth. класть предел сомнениям;
4 филос. скептическая школа: οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως Sext. философы скептической школы.

Greek Monotonic

σκέψις: -εως, ἡ (σκέπτομαι),·
I. παρατήρηση, αντίληψη μέσω των αισθήσεων, σε Πλάτ.
II. 1. υπόθεση, θεωρία, ζήτημα, υπολογισμός, έρευνα, στον ίδ.· νέμειν σκέψιν, σκέφτομαι για ένα ζήτημα, στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σε Ευρ.· ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν, σε Αριστοφ.· σκέψις περί τινος ή τι, η έρευνα για κάτι, η μελέτη για ένα ζήτημα, σε Πλάτ.
2. δισταγμός, ενδοιασμός, αμφιβολία, αναφέρεται στους Σκεπτικούς φιλοσόφους (βλ. σκεπτικός), σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέψις: -εως, ἡ (σκέπτομαι) παρατήρησις, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκ. Πλάτ. Φαίδων 83Α· τὸ ἀγρυπνεῖν, φυλάττειν, Ἡρῳδιαν. 8. 3. II. ἐξέτασις, ἔρευνα, θεωρία, πολλῆς σκέψιος τὸ εὕρημα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 130D· βραχείας σκέψεως ἐστὶ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201Α· νέμειν σκέψιν, σκέπτομαι περί τινος, Εὐρ. Ἱππ. 1323· ἐνθείς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 974· σκέψιν ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 237D· προβάλλειν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 65D· σκ. λόγων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 336Ε, περί τινος, ἐξέτασις, διάσκεψις περί τινος, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 487Ε, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 636D· ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν, ἰέναι, ὁρμᾶ Ξεν. Οἰκ. 7, 13, Πλάτ., κλπ. 2) ἔρευνα, ζήτησις, ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Ἀριστ. Πολιτικ. 1, 5, 4· ἔξω τῆς νῦν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 5, 9· οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 7, κτλ. 3) δισταγμός, ἀμφιβολία, μάλιστα ἐπὶ τῶν σκεπτικῶν ἢ Πυρρωνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 7. 576· ἴδε σκεπτικός ΙΙ. 4) ἐν τῇ πολιτικῇ, ἀπόφασις, ψήφισμα, Λατ. consultum, συνεδρίου Ἡρῳδιαν. 4. 3, 21, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 178.

Middle Liddell

σκέψις, εως, σκέπτομαι
I. a viewing, perception by the senses, Plat.
II. speculation, consideration, Plat.; νέμειν σκέψιν to take thought of a thing, Eur.; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ar.; σκ. περί τινος or τι inquiry into, speculation on a thing, Plat.
2. hesitation, doubt (v. σκεπτικός), Anth.

Greek Monolingual

η / σκέψις, -εως, ΝΜΑ σκέπτομαι
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκέπτομαι, το να διανοείται, να στοχάζεται, να συλλογίζεται κανείς κάτι, καθώς και το αντικείμενο του συλλογισμού του, στοχασμός, διαλογισμός, ιδέα, διανόημα (α. «κάθε τόσο έγερνε το κεφάλι και βυθιζόταν στις σκέψεις του» β. «μού ήλθε ξαφνικά η σκέψη να φύγω από εκεί» γ. «τὸ εὕρημα πολλῆς σκέψεως», Ιπποκρ.
δ. «ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν», Αριστοφ.)
2. μελέτη, διερεύνηση, αναζήτηση με τον νου (α. «η απόφαση αυτή πάρθηκε έπειτα από πολλή σκέψη» β. «ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως», Αριστοτ.)
3. σχέδιο, τρόπος ενέργειας (α. «έγιναν και συζητήθηκαν πολλές σκέψεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ακόμη δεν προκρίθηκε καμιά» β. «τὴν σκέψιν τῆς ἐπιβουλῆς μελετήσαντες», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ψυχολ.) το σύνολο τών έμμεσων συμβολικών αντιδράσεων σε εσωτερικά, δηλαδή εκείνα που προέρχονται από μέσα μας, και εξωτερικά, δηλαδή εκείνα που προέρχονται από το περιβάλλον, ερεθίσματα
2. (φιλοσ.) α) (κατά τον Πλάτ.) διεργασία κατά την οποία ο άνθρωπος θέτει ερωτήματα στον εαυτό του
β) (κατά τον Αριστοτ.) η ικανότητα χάρη στην οποία ο άνθρωπος συλλαμβάνει, γενικά, την ουσία τών πραγμάτων, σε αντιπαράθεση με την αίσθηση, που είναι η ικανότητα μέσω της οποίας συλλαμβάνει την ενσωματωμένη στην ύλη ουσία
γ) (κατά τον Καρτέσιο) η αρχή κάθε αλήθειας και κάθε γνώσης, η οποία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της πράξης του σκέπτεσθαι, που είναι ιδιότητα της ψυχής, δηλαδή ως κατάδειξη τών αποσαφηνισμένων ιδεών μέσω τών οποίων διασφαλίζεται η νοητική σύλληψη τών οντοτήτων της πλάσης
δ) (κατά τον Σπινόζα) ένα από τα δύο κατηγορήματα του θεού, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της ανθρώπινης γνώσης και που ταυτίζεται με τη φύση ως ολότητα, μέτοχος της οποίας είναι ο άνθρωπος, πράγμα που σημαίνει ότι ο θεός είναι σκεπτόμενη ύπαρξη και, συνεπώς, σκέψη και θεός είναι έννοιες συνυφασμένες
ε) (κατά τον Καντ) αρχή που επιτρέπει τη γνώση, και όχι απλώς μία καθαρά υποκειμενική πραγματικότητα, και είναι επιφορτισμένη με την ερμηνεία τών φαινομένων, τα οποία ωστόσο δεν παράγει η ίδια
στ) (κατά τον Χέγκελ) δραστηριότητα που δεν υποδεικνύει μια ενδόμυχη και καθαρά νοητική πραγματικότητα αντιπαρατιθέμενη στην εξωτερική πραγματικότητα, αλλά η οποία αποτελεί την απόδειξη της ανακλαστικής ταυτότητας μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας
ζ) (κατά τη μαρξ. φιλοσ.) διεργασία γενικευμένης ανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας διαμεσολαβούμενη από την αισθητηριακή γνώση και θεμελιούμενη στην πρακτική δραστηριότητα τών ανθρώπων, διεργασία η οποία αποτελεί λειτουργία της σε υψηλότατο βαθμό οργανωμένης ύλης, δηλαδή του ανθρώπινου εγκεφάλου, που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ως προϊόν της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικο-ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου
3. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («η σκέψη της γυρίζει διαρκώς στο παιδί της»)
4. δισταγμός, ανησυχία (α. «μού τά περιέγραψε έτσι ώστε μέ έβαλε σε σκέψη αν θα πρέπει να προχωρήσω»)
5. φρ. «νόμοι της σκέψης» — οι τρεις παραδοσιακοί θεμελιακοί νόμοι της λογικής, που είναι α) η αρχή της ταυτότητας
β) ο νόμος της αντιφατικότητας
και γ) ο νόμος του αποκλειόμενου τρίτου
μσν.
συνωμοσία («συνῄδει τῇ ἐπιβουλῆ... καὶ... ἐγίνωσκον τὴν σκέψιν», Θεοφάν.)
αρχ.
1. η διά μέσου τών αισθήσεων παρατήρηση («ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις», Πλάτ.)
2. (ιδίως στους σοφιστές και στους σκεπτικούς φιλοσόφους) αμφιβολία, σκεπτικισμός
3. η φιλοσοφία τών Σκεπτικών
4. επαγρύπνηση, διαφύλαξη
5. απόφαση, ψήφισμα («ἥ τε σκέψις ἀπεδοκιμάσθη», Ηρωδιαν.)
6. φρ. α) «oἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως» — οι σκεπτικοί φιλόσοφοι (Σέξτ. Εμπ.)
β) «σκέψιν νέμειν» — σκέπτομαι για κάτι (Ευρ.)
γ) «σκέψις περί τίνος» — εξέταση γύρω από κάτι (Πλάτ.).

English (Woodhouse)

consideration, examination, review, survey, mental contemplation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=παρατήρηση, ἔρευνα). Ἀπό τό σκέπτομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.