σύσταμα

English (LSJ)

τό, Dor. for σύστημα.

Greek (Liddell-Scott)

σύσταμα: τό, Δωρ. ἀντὶ σύστημα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σύστημα.