σῦμα

English (LSJ)

Lacon. for θῦμα, Foed. ap. Th.5.77.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lac. c. θῦμα.

Russian (Dvoretsky)

σῦμα: ατος τό лак. (= θῦμα) жертва Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

σῦμα: Λακων. ἀντὶ θῦμα, Θουκ. 5. 77.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(λακων. τ.) θῦμα.

Greek Monotonic

σῦμα: Λακων. αντί θῦμα.

Middle Liddell

Lacon. for θῦμα

Lexicon Thucydideum

sacrificium, sacrifice, 5.77.4 (in foedere Dorico in the Doric treaty), [vulgo commonly συμβατόσαιμεν]