τάκτης

English (LSJ)

τάκτου, ὁ, assessor of tribute, IG12.63.41, 218 iii 45.

Greek (Liddell-Scott)

τάκτης: ὁ, ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1086. 10.

Greek Monolingual

ὁ, Α τάσσω
1. αυτός που προσδιορίζει και επιβάλλει ορισμένο φόρο
2. άρχων.