φόρο

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek Monolingual

το / φόρον, ΝΜΑ, και φόρος, ο, ΝΜ
η αγορά, η περιοχή της αγοράς
νεοελλ.
φρ. «τά 'βγάλε στο φόρο» [ή στα φόρα]» — τά φανέρωσε δημόσια, τά αποκάλυψε
μσν.
η περιοχή του δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. και νεοελλ. φόρουμ). Ο νεοελλ. τ. φόρος < φόρο(ν), με αλλαγή γένους].