φόρο

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

Greek Monolingual

το / φόρον, ΝΜΑ, και φόρος, ο, ΝΜ
η αγορά, η περιοχή της αγοράς
νεοελλ.
φρ. «τά 'βγάλε στο φόρο» [ή στα φόρα]» — τά φανέρωσε δημόσια, τά αποκάλυψε
μσν.
η περιοχή του δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. και νεοελλ. φόρουμ). Ο νεοελλ. τ. φόρος < φόρο(ν), με αλλαγή γένους].