τάλκης

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο πυριτικό ορυκτό που διακρίνεται από όλα σχεδόν τα άλλα ορυκτά λόγω της εξαιρετικά μικρής σκληρότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. talc < γαλλ. talc < αραβ. talq (βλ. και λ. ταλκ)].