τάνυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = τάσις, Hp.Art.71, Aret.CA2.2.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, = τάσις, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τάνῠσις: ἡ, = τάσις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 833, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 2.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α
βλ. τάνυση.