τάνυση

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source

Greek Monolingual

η / τάνυσις, -ύσεως, ΝΑ τάνυμαι/ τανύω
1. η ενέργεια του τανύω, τέντωμα
2. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.