τάρχεα

Greek Monolingual

και ταρχώματα και ταρχῶα Α
σε σχόλ. της Ομ. Ιλ.) πιθ. όσα είναι καθιερωμένο να γίνονται στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.