v. τέθηπα.
poét. p. ἔταφε, 3ᵉ sg. ao.2, v. τέθηπα.
τάφε: Pind. (= ἐτάφε) 3 л. sing. aor. 2 к τέθηπα.
τάφε: παρὰ Πινδ. ἀντὶ ἔτᾰφε, ἴδε τέθηπα.
τάφε: ποιητ. αντί ἔτᾰφε· βλ. τέθηπα.