τέθηπα
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
pf. with pres. sense, Ep. plpf. ἐτεθήπεα as impf., from ταφ- (v. fin.), of which no pres. is found:—poet. Verb, also used in Ion. and late Prose:
1 intr., to be astonished, be astounded, be amazed, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν Od.23.105; mostly in part. τεθηπώς, amazed, astonished, Il.4.243, 21.64, Parm.6.7, Emp.17.21, etc.; ἐτεθήπεα Od.6.166: joined with the part., τέθηπα ἀκούων Hdt. 2.156, cf. Luc.Merc.Cond.42.—To this belongs also aor. ἔτᾰφον, used by Hom. only in part. τᾰφών, in the phrases ταφὼν ἀνόρουσε Il.9.193, Od.16.12, al.; στῆ δὲ ταφών Il.11.545, al.; later in indic., 3sg. τάφε Pi.P.4.95, dub. in B.16.86; 3pl. τάφον ib.48, A.R.2.207; 1sg. ἔταφον A.Pers.999 (lyr.).
2 c. acc., wonder or be amazed at, Plu.2.24e, Luc.Tim.28,56, etc. (in Od.6.168, the acc. σε belongs only to ἄγαμαι). (Prob. cogn. with θάμβος.)
German (Pape)
[Seite 1079] perf. mit Präsensbedeutung von der Wurzel θηπ oder θαφ, wozu der aor. ἔταφον, ταφών gehört, – staunen, sich verwundern; θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν, Od. 23, 105; bes. partic. τεθηπώς, Il. 21, 64, τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες 4, 243, u. öfter; neben ἄγαμαι, Od. 6, 168; das plusqpf. ἐτεθήπεα als imperf, 6, 166, und ἐτεθήπεας 24, 90, viersylbig zu sprechen (wo Bekker θηήσαο lies't); den aor. braucht Hom. nur in den Verbindungen ταφὼν ἀνόρουσε und στῆ δὲ ταφών, Il. 9, 193. 11, 545 u. sonst, τάφε Pind. P. 4, 95; Her. vrbdt es mit dem partic., τέθηπα ἀκούων, ich wundere mich zu hören, 2, 156. Auch Sp., wie Luc. Nigr. 35, τινά, Einen anstaunen, Tim. 28 Pisc. 74, wie Plut. – Vom trans. neri. τέθαφα, in Erstaunen setzen, findet sich nur bei Crobyl. in Ath. VI, 258 c, nach Casaubon. em., πάλιν ἡ τοῦ βίου ὑγρότης με τοῦ σοῦ τέθαφε. – Auch = bewundern, Hesych., der in dieser Bdtg das praes. θήπω anführt.
French (Bailly abrégé)
pf. d'un th. ταφ- ou θαπ-, d'où
1 ao.2 ἔταφον : être saisi d'étonnement ou d'admiration ; part. ταφών IL, OD étonné, frappé de stupeur;
2 pf. au sens d'un impf. τέθηπα et pqp. épq. au sens d'un impf. ἐτεθήπεα OD être saisi de stupeur ou d'admiration ; part. τεθηπώς stupéfait ; τέθηπα ἀκούων HDT je suis stupéfait d'entendre ; τ. τινα être saisi de stupeur devant qqn.
Étymologie: R. Σταφ > Ταφ ou Θαπ, rester immobile ; cf. θαμβέω, lat. stupeo.
Russian (Dvoretsky)
τέθηπα: (aor. 2 ἔτᾰφον, part. ταφών) pf. в знач. praes. быть пораженным, быть изумленным (τίφθ᾽ οὕτως ἕστητε τεθηπότες; Hom.): θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν Hom. душа моя охвачена волнением; ταφὼν ἀνόρουσε Hom. он в изумлении вскочил; τέθηπα ἀκούων Her. я с изумлением слушал; τεθηπώς τινα Plut., Luc. пораженный кем-л., удивляющийся кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
τέθηπα: πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., Ἐπικ. ὑπερσ. ἐτεθήπεα ὡς παρατ., ἐκ τῆς √ ΤΑΦ (ἴδε ἐν τελ.), ἐξ ἧς οὐδεὶς ἐνεστὼς ὑπάρχει. ― ῥῆμα ποιητικόν, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. πεζογράφοις· Ι. ἀμεταβ., μένω ἔκθαμβος, θαυμάζω, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν, «ἐκπέπληκται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ψ. 105· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. τεθηπότες, ἐκπεπληγμένοι, ἔκθαμβοι, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 64, κλπ.· ἐτεθήπεα Ὀδ. Ζ. 166. ― Ἐνταῦθα, ἀνήκει καὶ ὁ ἀόρ. ἔτᾰφον, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τᾰφών, ἐν ταῖς φράσεσι, ταφὼν ἀνόρουσε, «ἐκπλαγείς, θαυμάσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Π. 12, κλπ.· στῆ δὲ ταφὼν Ἰλ. Λ. 545, κλπ.· ἀλλὰ γ΄, ἑνικ. τάφε ἀπαντᾷ ἐν Πινδ. Π. 4. 168, καὶ α΄ ἑνικ. ἔταφον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1000· ― προσέτι ὁ πρκμ. ἐνίοτε συνάπτεται μετὰ μετοχ., τέθηπα ἀκούων Ἡρόδ. 2. 156, πρβλ. Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 42. 2) μετ’ αἰτ., θαυμάζω ἢ μένω ἔκπληκτος πρός τι, Πλούτ. 2. 24Ε, Λουκ. Τίμ. 28, 56, κλπ., ἐν Ὀδ. Ζ. 168, ἡ αἰτιατ. με ἀνήκει μόνον εἰς τὸ ἄγαμαι). ΙΙ. ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ ἐνεργείας πρκμ. τέθᾰφα, ἐκπλήττω, εἰς θαυμασμὸν ἐμβάλλω, ἔχομεν τὸ γ΄ ἑνικ. ἐν Κρωβύλου «Ἀπολιπούσῃ» 1, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Cassanbon. (Ἐκ τῆς √ ΘΑΠ, τέθηπα, θάμβος· ἀλλ’ ἡ πρώτη ῥίζα εἶχε s ἐν ἀρχῇ, πρβλ. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi (stup-efacio)· Λατιν. stup-eo· Λιθ. steb-iús (stupeo)).
English (Autenrieth)
see θαπ-.
Greek Monolingual
Α
1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ.
β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ.
γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.)
2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώς
έκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.
β. «στῆ δὲ ταφών», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος.
Greek Monotonic
τέθηπα: (√ΘΑΠ), παρακ. με σημασία ενεστ. (κανονικός ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. ἐτεθήπεα, ως παρατ.
I. 1. αμτβ., μένω έκθαμβος, κατάπληκτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. τεθηπώς, έκπληκτος, έκθαμβος, σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. βʹ ἔτᾰφον, ο οποίος χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. μόνο στη μτχ. τᾰφών, στις φράσεις ταφὼν ἀνόρουσε, στῆ δὲ ταφών· αλλά γʹ ενικ. τάφε (αντί ἔτᾰφε), απαντά σε Πίνδ.· και αʹ ενικ. ἔταφον, σε Αισχύλ.
2. με αιτ., θαυμάζω ή μένω έκπληκτος προς κάτι, σε Λουκ.
Middle Liddell
[Root !θαπ] [perf. with pres. sense (no pres. is found)]
I. intr. to be astonished, astounded, amazed, Od., Hdt.; mostly in part. τεθηπώς amazed, astonied, Il.:—to this belongs also aor2 ἔταφον, used by Hom. only in part. ταφών, in the phrases ταφὼν ἀνόρουσε, στῆ δὲ ταφών; but 3 sg. τάφε (for ἔταφε) occurs in Pind.; and 1st sg. ἔταφον in Aesch.
2. c. acc. to be amazed at, Luc.
Frisk Etymology German
τέθηπα: {téthēpa}
See also: s. θάμβος.
Page 2,863
Mantoulidis Etymological
(=μένω θαμπωμένος, θαυμάζω). Παρακείμενος μέ σημασία ἐνεστ. Ἀπό ρίζα ταφ- τοῦ θάμβος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.