η / τέλεσις, -έσεως, ΝΜΑ τελῶ1. η εκτέλεση, η πραγματοποίηση (α. «η τέλεση της εορτής» β. «ἵνα τέλεσιν τὴν ταχίστην λάβῃ τὰ λειτουργήματα», πάπ.)2. (στο Βυζ.) είδος φόρου.