τελώριον, μακρόν, μέγα, Hsch. (Dial. form of πέλωρ, cf.sq.)
τέλωρ: «πελώριον, μακρόν, μέγα» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «τελώριον, μακρόν, μέγα».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πέλωρ.