πέλωρ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
τό, portent, prodigy, monster, Ep. Noun, only nom. and acc., in early writers always of living beings, mostly in bad sense, as of the Cyclops, π. ἀθεμίστια εἰδώς Od.9.428; αὐτὴ δ' αὖτε π. κακόν, of Scylla, 12.87; of the serpent Python, h.Ap. 374; of a dolphin, π. μέγα τε δεινόν τε ib.401; even of Hephaestus, π. αἴητον ἀνέστη χωλεύων Il.18.410; later, of things, εὐρυτενὴς ὠγκοῦτο π. μίτος Nonn. D. 24.257.—Cf. πέλωρος.
German (Pape)
[Seite 552] τό (πέλω? vgl. πελώριος), nur im nom. u. accus. sing. gebräuchlich, Ungeheuer, Ungethüm, von allem ungewöhnlich Großen, bes. lebenden Wesen, gew. im schlimmen Sinne; vom Kyklopen, Od. 9, 428; von der Skylla, 12, 87; vom Drachen Python, H. h. Apoll. 374; aber auch bloß zur Bezeichnung der Größe, von einem Delphin, H. h. Ap. 401; vom Hephästus, Il. 18, 410; sp. D., γαίης εἶναι ἔϊκτο πέλωρ τέκος Ap. Rh. 2, 39.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
être prodigieux, prodige, monstre.
Étymologie: DELG apparenté à τέρας, de *kweror.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλωρ, τό [~ τέρας] alleen nom. en acc., monster, gevaarte.
Russian (Dvoretsky)
πέλωρ: τό (только nom. и acc. sing.)
1 чудовище (Σκύλλη, π. κακόν Hom.);
2 великан, исполин: π. χωλεύων Hom. хромой исполин = Ἣφαιστος.
English (Autenrieth)
monster; the Cyclops, Od. 9.428; Scylla, Od. 12.87; Hephaestus, Il. 18.410.
English (Slater)
πέλωρ monster ]πελωραβου[ Δ. 4. b. 8.
Greek Monolingual
-ωρος, τὸ, Α
(με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο τ. kwerōr- (με ανομοιωτική τροπή του πρώτον -ρ- σε -λ-) και με χειλική αντιπροσώπευση του χειλοϋπερωικού φθόγγου. Στον ίδιο τ. ανάγονται τα αιολ. τέλωρ
πελώριον, μακρόν και τελώριος
μέγας, πελώριος που παραδίδει ο Ησύχιος (πρβλ. πέλομαι και τέλομαι). Στον ίδιο τ., τέλος, θα μπορούσε να αναχθεί η λ. τέρας, με επίθημα -ας (βλ. λ. τέρας)].
Greek Monotonic
πέλωρ: τό, οιωνός, τερατούργημα, τέρας, μόνο στην ονομ. και αιτ., λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Σκύλλα, στο ίδ.· αλλά ακόμα και για τον Ήφαιστο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πέλωρ: τό, μέγα τι καὶ ὑπερφυές, τέρας, Ἐπικ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἐπὶ ἐμψύχων, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ., ὡς ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, πέλωρ ἀθεμίστια εἰδὼς Ὀδ. Ι. 428· αὐτὴ δ’ αὖτε π. κακόν, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 87· ἐπὶ τοῦ δράκοντος Πύθωνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ· 374· ἐπὶ Δέλφῖνος, π. μέγα τε δεινόν τε αὐτόθι 401· ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, π. αἰητὸν ἀνέστη χωλεύων (ἔνθα τὸ π. δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ παράθεσιν προσδιορ. τοῦ Ἥφαιστος) Ἰλ. Σ. 410· πρβλ. πέλωρον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.,
Meaning: monster, monstrosity (Hom., Hes., h. Ap., Nonn.).
Other forms: pl. πέλωρα beside sg. πέλωρον n.
Derivatives: Adj. πέλωρ-ος (certain first Hes.), older and more usual -ιος (Il.) monstrous, enormous. Dimin. πελωρ-ίς (Xenocr. Med.), -άς (hell. a. late poetry) f. kind of shell.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Old formation in -ωρ (to which perhaps the PN πελάρης, Styra; Schwyzer 519, but not with old ablaut). On the diff. forms cf. Risch $ 6b and Egli Heteroklisie 89ff. (not in all repects convincing). Beside it τέλωρ πελώριον, μακρόν, μέγα and τελώριος μέγας, πελώριος H. (also grave inscript. Memphis Ia); πέλωρ etc. so Aeolic. Perh. with dissimilation for IE *kʷerōr and so belonging with τέρας marvel, monster (Osthoff Arch. f. Religionswiss. 8, 51 ff.); s.v. with further connections. -- To be rejected Bechtel Lex. s. v. (where important details): after Benfey, Solmsen a.o. to OHG (h)wal etc. whale. -- The supposed *kʷer-or does not easily explain τέρας (from *kʷerh₂-s?), so this word should better be left aside. So there is no etymology.
Middle Liddell
a portent, prodigy, monster, only in nom. and acc., of the Cyclops, Od.; of Scylla, Od.; even of Hephaestus, Il.
Frisk Etymology German
πέλωρ: {pélōr}
Forms: pl. πέλωρα neben sg. πέλωρον n.
Grammar: n.,
Meaning: Ungeheuer, Ungetüm (Hom., Hes., h. Ap., Nonn.).
Derivative: Davon Adj. πέλωρος (sicher erst Hes.), älter und gewöhnlicher -ιος (ep. poet. seit Il.) ungeheuer, gewaltig. Demin. πελωρίς (Xenokr. Med. u.a.), -άς (hell. u. sp. Dicht.) f. Art Muschel.
Etymology: Alte Bildung auf -ωρ, wozu vielleicht mit Ablaut der PN πελάρης (Styra; Schwyzer 519). Zu den verschiedenen Formen vgl. Risch ̨6b und Egli Heteroklisie 89ff. (nicht in allem überzeugend). Daneben τέλωρ· πελώριον, μακρόν, μέγα und τελώριος· μέγας, πελώριος H. (auch Grabschrift Memphis Ia); πέλωρ usw. also äolisch. Kann mit Dissimilation für idg. *qʷerōr stehen und somit zu τέρας Wunderzeichen, Ungeheuer gehören (Osthoff Arch. f. Religionswiss. 8, 51 ff.); s.d. mit weiteren Anknüpfungen. — Abzulehnen Bechtel Lex. s. v. (wo wichtige Einzelheiten): nach Benfey, Solmsen u.a. zu ahd. (h)wal usw. Walfisch.
Page 2,501-502