v. τένδω. τέννει· στένει, βρύχεται, Hsch. τέννος· στέφανος ἐλάϊνος ἐρίῳ πεπλεγμένος, Id.
[Seite 1091] att. = τένδω, VLL.
Α(αττ. τ.) βλ. τένδω.