τένδω

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τένδω Medium diacritics: τένδω Low diacritics: τένδω Capitals: ΤΕΝΔΩ
Transliteration A: téndō Transliteration B: tendō Transliteration C: tendo Beta Code: te/ndw

English (LSJ)

gnaw, gnaw at, Hes.Op.524 (τένθει v.l. ap.Sch.Ar.Pax 1009, Suid. s.v. τένθαις), cj. in AP9.438.1 (Phil.). (Prob. cf. Lat. tondeo.)

German (Pape)

[Seite 1091] att. τένθω, nagen, benagen, Hes. O. 526; bes. wie ein Leckermaul, benaschen, VLL.

French (Bailly abrégé)

ronger.
Étymologie: cf. τένθης.

Russian (Dvoretsky)

τένδω: обсасывать, глодать Hes.

Greek (Liddell-Scott)

τένδω: ἐσθίω, «τένδει· ἐσθίει ἢ λιχνεύει» (Ἡσύχ.)· ἤματι χειμερίῳ, ὅτ’ ἀνόστεος ὃν πόδα τένδει, ὅτε ὁ πολύπους ἐσθίει ἢ κάλλιον ἐκμυζᾷ τὸν ἑαυτοῦ πόδα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 522.

Greek Monolingual

και αττ. τ. τένθω Α
ροκανίζω («τένδει
ἐσθίει ἤ λιχνεύει», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς για το ρ. τη σημ. «κόβω, ροκανίζω», είναι δυνατόν να το συνδέσει με το λατ. tondeo «κόβω, τέμνω, κλαδεύω» (πρβλ. σπένδω: spondeo) και με το ρ. τέμνω (< θ. τεμ- του τέμνω με παρέκταση -δ-). Αν γίνει δεκτή για το ρ. η σημ. «εσθίω, λιχνεύω», θα ήταν δυνατή η σύνδεση του με τον τ. τένθης «λαίμαργος» (με εναλλαγή -δ- και -θ-). Η ύπαρξη, ωστόσο, του αττ. τ. τένθω θεωρείται αμφίβολη.

Greek Monotonic

τένδω: δαγκώνω, ροκανίζω, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τένδω,
to gnaw, gnaw at, Hes.

Frisk Etymology German

τένδω: {téndō}
Grammar: v.
Meaning: benagen (Hes. Op. 524; v.l. τένθω [s. τένθης; coni. AP 9, 438,1).
Etymology: Reliktwort; primäres thematisches Präsens, wozu als Iterativ lat. tondeō scheren (wie σπένδω: spondeō). Das Keltische hat mehrere Verwandte, z.B. mir. ro-s-teind ‘er spaltete sie (die Nuß)’, Präs. teinnid, tennaid spaltet, bricht, tonn (< *tond-ā) Haut. Seit jeher mit τέμνω verbunden (idg. tem-d-?); s. Lit. bei Bq, W.-Hofmann s. tondeō, WP. 1,720, Pok. 1063, wo auch weitere Formen u. Lit.
Page 2,876