τέρρα

Greek Monolingual

η, Ν
άκλ. φρ. α) «τέρρα ινκόγκνιτα» — άγνωστη γη, άγνωστη χώρα
β) «τέρρα ρόσσα»
(πετρογρ.) ερυθρά άργιλος που απαντά συνήθως σε μεσογειακά κλίματα και είναι πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο καθώς και σε οξείδια και υδροξείδια του σιδήρου και του μαγγανίου στα οποία και οφείλει το χαρακτηριστικό χρώμα της, αλλ. ερυθρά γη, κν. κοκκινόχωμα
γ) «τέρρα σιγγιλλάτα»
αρχαιολ. είδος ερυθρόχρωμης στιλβωμένης κεραμεικής η οποία χρησιμοποιήθηκε σε όλη την έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον 1ο π.Χ. αιώνα ώς τον 3ο μ.Χ. αιώνα, αλλ. σαμιακή κεραμεική ή αρρητινή κεραμεική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terra «γη, χώρα»].